λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… … Dictionary of Greek
λοιβή — pouring. fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβαῖς — λοιβή pouring. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβαῖσι — λοιβή pouring. fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβαῖσιν — λοιβή pouring. fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβαί — λοιβή pouring. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβᾶς — λοιβή pouring. fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβῆς — λοιβή pouring. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβῇσι — λοιβή pouring. fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβήν — λοιβή pouring. fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)